- ανάσιλλος
- ἀνάσιλλος, ο (Α)κόμμωση, κατά την οποία τα μαλλιά της κεφαλής στρέφονται προς την κορυφή ανορθωμένα σε ιδιότυπη κοτσίδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα-* + σίλλος «σατυρικό ποίημα και γενικότερα προσβολή, χλευασμός, ειρωνεία»].
Dictionary of Greek. 2013.